- οὐσίωται
- οὐσιόωinvest with beingperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ουσιώ — οὐσιῶ, όω (Α) [ουσία] 1. δίνω υπόσταση, δημιουργώ 2. παθ. οὐσιοῡμαι, όομαι υπάρχω ή έχω ουσία («φωνὴ οὐδεμία οὐσίωται, εὐτυχεῑν δὲ καὶ δυστυχεῑν οὐσίαις τισὶν ἐπιλέγεται», Ευστ.) … Dictionary of Greek